αδαμαντοστόλιστος

αδαμαντοστόλιστος
-η, -ο
ο στολισμένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + στολίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντοστόλιστος — η, ο στολισμένος με διαμάντια: Το στέμμα των τσάρων ήταν αδαμαντοστόλιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντόστικτος — η, ο ο αδαμαντοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + στίζω (= σκαλίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”